- ευδιάσπαστος
- εὐδιάσπαστος, -ον (Α)αυτός που διασπάται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διασπαστος (< διασπώ), πρβλ. α-διάσπαστος, δυσ-διάσπαστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐδιάσπαστος — easily torn asunder masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐδιάσπαστοι — εὐδιάσπαστος easily torn asunder masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)